- αιθρήεις
- αἰθρήεις, -εσσα, -εν (Μ) [αἴθρη]αίθριος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰθρήεντα — αἰθρήεις neut nom/voc/acc pl αἰθρήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρήεντος — αἰθρήεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθρη — αἴθρη και α, η (Α) καθαρός, ανέφελος ουρανός, λαμπρός καιρός, αιθρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ*. ΠΑΡ. μσν. αἰθρήεις. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰθρη γενέτης, αἰθρη γενής] … Dictionary of Greek